χινόπωρο

χινόπωρο
το, Ν
(διαλ. τ.) φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φθινόπωρο, με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. χύνω ή, κατ' άλλους, τής λ. χειμώνας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χινόπωρο — το φθινόπωρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χινοπωριάτικος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) φθινοπωρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χινόπωρο + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξ ιάτικος)] …   Dictionary of Greek

  • φθινόπωρο — φθινόπωρο, το και χινόπωρο, το 1. μια από τις τέσσερις εποχές του έτους που αρχίζει στο βόρειο ημισφαίριο στις 23 Σεπτεμβρίου και λήγει στις 21 Δεκεμβρίου, ενδιάμεση ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα, οπότε φθίνουν (λιγοστεύουν ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”